ξεγεμίζω

ξεγεμίζω
αδειάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + γεμίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απογεμίζω — και απογιομίζω ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ξεγεμίζω, αδειάζω: Ο διμοιρίτης έδωσε την εντολή να απογεμίσουν τα όπλα τους. 2. συμπληρώνω το γέμισμα, παραγεμίζω: Απογέμισαν όλα τα πιθάρια του σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”